αρχαιολογία

αρχαιολογία
Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της φιλολογίας. Ωστόσο, οι δύο αυτές επιστήμες δεν μπορούν να διαχωριστούν επειδή, ενώ η α. συντείνει στην ανακάλυψη αρχαίων κειμένων, γραμμένων ή χαραγμένων σε διάφορα υλικά, το περιεχόμενό τους, αφού αποκρυπτογραφηθεί και αναλυθεί από τον φιλόλογο, μπορεί να φανεί χρήσιμο στον αρχαιολόγο στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει τον αρχαίο κόσμο στις πιο ποικίλες εκδηλώσεις του για να διαγράψει την ιστορία του. Από αυτή την άποψη είναι πολλές οι επιστήμες που συνδέονται λιγότερο ή περισσότερο στενά με την α., όπως για παράδειγμα η εθνολογία, η ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία. Αλλά και η γεωλογία, η τοπολογία και η γεωγραφία συνδέονται με την α., επειδή συμβάλλουν ουσιαστικά στον προσδιορισμό των ζωνών όπου βρίσκονται υλικά κατάλοιπα της αρχαιότητας. Η α. θεωρείται μεθοδική επιστήμη που αποβλέπει στη λεπτομερή αποκατάσταση του αρχαίου κόσμου. Ωστόσο, στην περίπτωση της α., έχουμε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου μπορεί να γίνεται λόγος τόσο για τέχνη όσο και για επιστήμη. Η α. γεννήθηκε στην Αναγέννηση, όταν o ουμανισμός διέδωσε την αγάπη για τις κλασικές αρχαιότητες, κυρίως τις ρωμαϊκές, και έλαβε ουσιαστικά τη μορφή της ιστορίας της τέχνης, τον 18ο αι. με τον Βίνκελμαν. Ωστόσο, αν και νεότερη επιστήμη, η α. ήταν γνωστή στην Κίνα από αιώνες. Η α. ταλαντεύτηκε ως προς τον αντικειμενικό της σκοπό· άλλοτε τον καθόριζε ως πλήρη ανασύνθεση του αρχαίου κόσμου, οπότε το ενδιαφέρον της για τις καλλιτεχνικές αξίες ερχόταν σε δεύτερη μοίρα, άλλοτε πάλι θεωρούσε ότι σκοπός της ήταν η ιστορία της τέχνης. Η πρώτη επιδίωξη δίνει μεγαλύτερη ευρύτητα στην α. καθώς περικλείει και την ιστορική γνώση υλικού μη καλλιτεχνικού. Εξάλλου η α. ως ιστορία της αρχαίας τέχνης διακρίνεται από την ιστορία της τέχνης των νεότερων εποχών όχι μόνο για λόγους χρονικών διαφορών, αλλά και γιατί χρησιμοποιεί ειδική μέθοδο μελέτης. Η αβεβαιότητα των χρονολογιών και η ανωνυμία των καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων την αναγκάζουν να καταφύγει σε μια προκαταρκτική φιλολογική έρευνα, η οποία την υποβοηθά να διακρίνει τα αντίγραφα από τα πρωτότυπα έργα ή τις διάφορες φάσεις της κατασκευής ενός αρχιτεκτονικού μνημείου ή να ερμηνεύσει τα ελάχιστα κείμενα που περιέχουν καλλιτεχνικές πληροφορίες. Στον κλασικό κόσμο δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στην τέχνη και τη βιοτεχνία, και τα μεγαλύτερα έργα τέχνης είναι αναπόσπαστα από τις βιοτεχνικές παραδόσεις και την κοινωνική ιστορία της περιόδου στην οποία δημιουργήθηκαν. Με την αυξανόμενη εξειδίκευση της α. οι εκδηλώσεις της αρχαιότητας κατανεμήθηκαν σε κλάδους με ξεχωριστό προβληματισμό και μεθόδους έρευνας, όπως η νομισματική, η παλαιογραφία και η επιγραφική. Η α., ενώ γεννήθηκε ως κλασική, ελληνική δηλαδή και ρωμαϊκή, δεν άργησε να συμπεριλάβει και τη μελέτη των παλαιοτέρων χριστιανικών μνημείων, όσωνδηλαδή δημιουργήθηκαν πριν από τον Μέγα Κωνσταντίνο, με τον οποίο σημειώνεται ο επίσημος θρίαμβος του χριστιανισμού. Ο κλάδος αυτός ονομάστηκε χριστιανική α. Από τον 19ο αι. έγιναν και ορισμένες υποδιαιρέσεις με διάφορα κριτήρια: γεωγραφικά, απ’ όπου προέρχονται οι ονομασίες α. της Εγγύς Ανατολής, αιγυπτιακή α., α. της Μέσης και Άπω Ανατολής και, τέλος, αμερικανική α., γνωστή γενικά ως προκολομβιανή· καθώς επίσης ιστορικά και μεθοδολογικά οπότε γίνεται λόγος για παλαιοεθνολογία ή προϊστορία και πρωτοϊστορία. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια, χάρη στην αντικειμενικότητά τους, έχουν μεγάλη σπουδαιότητα για την αποκατάσταση του αρχαίου κόσμου, ακόμα και των νομικών ή θρησκευτικών εκδηλώσεών του. Αλλά η α. προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού όχι τόσο για τις έρευνές της όσο για τις εντυπωσιακές κάποτε ανακαλύψεις της, που η ανακοίνωσή τους επηρέαζε συχνά ακόμα και την αισθητική μιας ολόκληρης εποχής. Στην Αναγέννηση ο Ραφαήλ ζωγράφισε τα γκροτέσκ, εμπνευσμένα από την ανεύρεση των τοιχογραφιών του Domus Aurea (Χρυσού Οίκου) του Νέρωνα, τις οποίες αποκάλυψαν οι υπόγειες ανασκαφές, που η λαϊκή τους ονομασία είναι γκρότε (σπηλιές). Ο νεοκλασικισμός είναι συνδεδεμένος με τη δημοσίευση των έργων του Βίνκελμαν που, σε συνεργασία με τον ζωγράφο Μενγκς, διακόσμησε την έπαυλη του καρδινάλιου Αλμπάνι στη Ρώμη και ανακάλυψε σημαντικά ελληνικά και ρωμαϊκά μνημεία. Τα σχέδια των αιγυπτιακών μνημείων του Ντενόν, ο οποίος είχε ακολουθήσει την εκστρατεία του Ναπολέοντα επηρέασαν, στο πλαίσιο του νεοκλασικισμού, τον γαλλικό αυτοκρατορικό ρυθμό. Στη νεότερη εποχή η ανακάλυψη της προϊστορικής ζωγραφικής αντανακλάται στα έργα του Πικάσο ή του Μιρό και η τέχνη των αυτοχθόνων αμερικανικών πολιτισμών αντικατοπτρίζεται στη βιοτεχνική παραγωγή, όπως για παράδειγμα στα υφάσματα και τα κοσμήματα. Προϊστορική α. Ασχολείται με τις περιόδους εκείνες της ιστορίας της ανθρωπότητας όταν η γραφή ήταν ακόμα άγνωστη. Προσπαθεί λοιπόν να ερμηνεύσει ιστορικά τα ευρήματα των ανασκαφών και, πλαισιώνοντάς τα χρονολογικά και πολιτιστικά, να ανασυγκροτήσει την οικονομία, τα έθιμα, την τέχνη, τη θρησκεία και την κοινωνική οργάνωση των ομάδων στις οποίες ανήκουν. Η προϊστορική α. δημιουργήθηκε από τη συνάρτηση τριών κατευθύνσεων του πνεύματος: των εθνογράφων (όπως ο Ουλίσε Αλντροβάντι, στις αρχές του 17ου αι.), που συνέκριναν τα προϊστορικά αντικείμενα και τα όπλα –κυρίως τα πέτρινα– με παρόμοια των σύγχρονων πρωτόγονων λαών· των ουμανιστών, που ερευνούσαν την ιστορία των προρωμαϊκών λαών (ήδη το 1750 ο Έκαρτ χρησιμοποίησε το υλικό προϊστορικών τάφων στις μελέτες του για την καταγωγή των Γερμανών)· και των φυσιοδιφών, που ανακάλυψαν το απώτερο γεωλογικό παρελθόν του ανθρώπου (πρώτος ο Μπουσέ ντε Περτ στα μέσα του 19ου αι.). Η προϊστορική α. ή καλύτερα η παλαιοεθνολογία εδραιώθηκε ως επιστήμη μόνο όταν το 1832 ο Δανός Τόμσεν ταξινόμησε τις προϊστορικές αρχαιότητες σε τρεις εποχές: του λίθου, του χαλκού και του σιδήρου. Από τότε οι έρευνες και οι συστηματικές ανασκαφές πολλαπλασιάστηκαν· από το 1846-63 έγιναν ανασκαφές στη μητρόπολη της εποχής του σιδήρου (7ος-6ος αι. π.Χ.), το Χάλστατ στην Αυστρία, και ο Τζοβάνι Γκοτζαντίνι αποκάλυψε τη Βιλανόβα κοντά στην Μπολόνια (1853). Η ανεύρεση των πρώτων ελβετικών λιμναίων οικισμών της εποχής του χαλκού έγινε το 1854. Ο Φούλροτ το 1856 βρήκε τον σκελετό του ανθρώπου του Νεάντερταλ, κοντά στο Ντίσελντορφ. Οι μεγάλες ανασκαφές του Λαρτέ και άλλων στην κοιλάδα της Βεζέρ (1860-1864) έφεραν στο φως τα πρώτα δείγματα της τέχνης του ανθρώπου της εποχής των παγετώνων. Λίγο αργότερα (1868) ακολούθησε η εντυπωσιακή ανακάλυψη, που αρχικά αμφισβητήθηκε, των λαμπρών ζωγραφικών έργων του σπηλαίου της Αλταμίρα στην Ισπανία. Η μεγάλη επιτυχία των ανασκαφών του Σλίμαν στην Τροία, το 1871, άνοιξε τον δρόμο προς τους πολιτισμούς της 3ης και της 2ης χιλιετίας π.Χ. της Εγγύς Ανατολής. Στην Ιταλία o Γκαστάλντι, o Πιγκορίνι και ο Στρόμπελ εξέδωσαν τις πρώτες τους πραγματείες για τους λιμναίους οικισμούς και τις τερεμάρε, οικισμούς της κοιλάδας του Πάδου (1862-64). Ακολούθησαν οι συστηματικές εξερευνήσεις των μεγάλων νεκροταφείων της προετρουσκικής εποχής του σιδήρου στην Ταρκυνία, στην Καιρέα (το σημερινό Τσερβέντερι) και στην πόλη των Βηίων, οι ανασκαφές του Όρσι στη Σικελία, του Ταραμέλι στη Σαρδηνία και του Τζάκομο Μπόνι στην αρχαϊκή νεκρόπολη της ρωμαϊκής αγοράς. Μεγάλη έκπληξη προξένησε η παλαιολιθική τέχνη με την ανακάλυψη των σπηλαίων των Τριών Αδελφών του Τικ ντ’ Οντουμπέρ (1912-14) και προπάντων του Λασκό (1940). Αλλά και οι μέθοδοι της αρχαιολογικής εργασίας έχουν προοδεύσει και με σύγχρονα μέσα, όπως με τη μέτρηση της ραδιενέργειας (άνθρακας) είναι δυνατόν, παρά τη σιωπή των γραπτών πηγών, να καθορίζονται με μεγαλύτερη ακρίβεια ο εποχές κατά τις οποίες άνθησαν οι διάφοροι προϊστορικοί πολιτισμοί. Η προïστορική α. επιτέλεσε μεγάλες προόδους, κυρίως με τις ανασκαφές στην κεντρική Ασία και την Αφρική. Αιγυπτιακή α. Η εξερεύνηση της Αιγύπτου άρχισε το 1798 με την εκστρατεία του Ναπολέοντα, όταν μια αποστολή επιστημόνων και σχεδιαστών ακολούθησε τον στρατό, έκανε τις παρατηρήσεις της και αργότερα, το 1809-13 δημοσίευσε την Περιγραφή της Αιγύπτου σε 24 τόμους. Τα βιβλία αυτά προκάλεσαν τεράστιο ενδιαφέρον και συνέτειναν σημαντικά στη διαμόρφωση του νεοκλασικού ρυθμού και της αντίστοιχης αισθητικής αντίληψης. Η ανεύρεση, το 1799, της στήλης της Ροζέτας με κείμενο σε ιερογλυφική, σε δημοτική αιγυπτιακή γραφή και με παράλληλη ελληνική μετάφραση, έδωσε το 1824 στον Γάλλο Σαμπολιόν το κλειδί για την ανάγνωση της αρχαίας αιγυπτιακής γραφής. Ο ίδιος ο Σαμπολιόν, το 1828-29, μαζί με τον Ιταλό Ιππόλυτο Ροσελίνι, έκανε ένα μεγάλο ταξίδι στην Αίγυπτο για να μελετήσει και να καταγράψει τα μνημεία. Από το 1815 έως το 1820 έγιναν οι εντυπωσιακές ανασκαφές και ανακαλύψεις του Ιταλού Μπελτσόνι, όχι όμως με επιστημονικές μεθόδους. Κατά τα μέσα του αιώνα, μία μεγάλη αποστολή, οργανωμένη από τον βασιλιά της Πρωσίας, με αρχηγό τον Ρίχαρντ Λεψίους, εξερεύνησε την Αίγυπτο και τη Νουβία και δημοσίευσε τα πορίσματά της στο χρησιμότατο ακόμα και σήμερα σύγγραμμα Μνημεία της Αιγύπτου και της Αιθιοπίας. Επισήμως όμως η αιγυπτιακή α. εγκαινιάζεται με τις ανασκαφές την ίδια εποχή του Γάλλου Μαριέτ στο Σεράπειον της Σακάρα, στον τάφο των ιερών ταύρων του Άπιος· o Μαριέτ ίδρυσε επίσης το μουσείο του Μπουλάκ, πρώτο πυρήνα του σημερινού Μουσείου του Καΐρου. Από τις κυριότερες μεταγενέστερες ανασκαφές είναι του Άγγλου Πέτρι, που για πρώτη φορά έθεσε σε εφαρμογή μεθόδους εξαιρετικά ακριβείς και δημοσίευσε αμέσως όλα τα ευρήματα, του Άγγλου Κάρτερ που μαζί με τον λόρδο Κάρναρβον ανακάλυψαν τον ασύλητο τάφο του φαραώ Τουταγχαμών,των Αμερικανών Ράισνερ, Γουίνλοκ και Μπρέστεντ στην κυρίως Γκίζα και στις Θήβες, των Γερμανών στην Τελ ελ Αμάρνα, την πόλη του αιρετικού φαραώ Αχενατόν. Η Γερμανία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα έργα τέχνης της Τελ ελ Αμάρνα, γιατί διανύοντας η ίδια μια περίοδο εξπρεσιονιστικής εμπειρίας αμέσως μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, έβλεπε στα αρχαία αυτά έργα να καθρεφτίζονται οι άγριες παραμορφώσεις της καλλιτεχνικής αυτής κίνησης. Αρχαιολόγοι από όλο τον κόσμο κάνουν ανασκαφές στην Αίγυπτο με επιστημονικές μεθόδους, ενώ πρέπει να καταγραφεί στο ενεργητικό τους και η διάσωση (1968) των μνημείων της Νουβίας, που απειλούσε να τα καλύψει το περίφημο φράγμα του Ασουάν (βλ. λ. Αμπού Σίμπελ). Α. της Εγγύς Ανατολής. Η α. της Εγγύς Ανατολής αρχίζει από τα μέσα του 19ου αι. Το 1842-43 ο Πολ Εμίλ Μποτά, Γάλλος πρόξενος στην Αλεξάνδρεια, ανακάλυψε την αρχαία Νινευή, πρωτεύουσα του ασσυριακού κράτους, και έπειτα στο Χορσαμπάντ τα ερείπια του ανακτόρου του Ασσύριου βασιλιά Σαργών B’ (8ος αι. π.Χ.). Το έργο του συνέχισαν ο Άγγλος σερ Λέιαρντ που έφερε στο φως τα επιβλητικά μνημεία της Νινευή και ο Γάλλος Ντε Σαρζέκ, που ανακάλυψε τη σουμερική πόλη Λαγκάς. Τους δύο αυτούς πρωτοπόρους της μεσοποταμιακής α. ακολούθησαν οι αρχαιολογικές αποστολές που οργάνωσαν διάφορες ευρωπαϊκές επιστημονικές εταιρείες. Οι γερμανικές ανασκαφές στη Βαβυλώνα, οι αμερικανικές στη Νιπούρ και οι μεταγενέστερες γαλλικές στη Μάρι ήταν σημαντικοί σταθμοί για τη γνώση του πολιτισμού της Μεσοποταμίας. Εξάλλου από το 1802, ο Γερμανός Γκρότεφεντ, με βάση το περσικό κείμενο της τρίγλωσσης επιγραφής (ιρανικής, ελαμιτικής και ακαδικής) του Μπεχιστούν, έθεσε τις πρώτες βάσεις της ανάγνωσης της σφηνοειδούς γραφής. Το 1857 η Βασιλική Ασιατική Ακαδημίατου Λονδίνου, με τη συνεργασία ειδικών μελετητών, ανακοίνωσε επίσημα την πλήρη αποκρυπτογράφηση της γραφής αυτής. Την ίδια περίπου εποχή αρχίζει η α. στη συροπαλαιστινιακή περιοχή. Το 1860 μια επιστημονική αποστολή με αρχηγό τον Eρνέστ Ρενάν ακολούθησε ένα γαλλικό εκστρατευτικό σώμα εναντίον των Δρούσων. Προηγουμένως είχαν γίνει μόνο αναγνωριστικά ταξίδια στους Άγιους Τόπους. Ο Γερμανός Ζέετσεν, o Ελβετός Μπούρκχαρτ, οι Αμερικανοί Ρόμπινσον και Σμιθ είχαν πετύχει στις εξερευνήσεις τους σημαντικά αποτελέσματα, ιδιαίτερα τον προσδιορισμό αρχαίων τοποθεσιών και μνημείων, ενώ η αποστολή του Ρενάν έκανε τις πρώτες έρευνες κατά μήκος της συριακής ακτής, στις θέσεις των αρχαίων φοινικικών πόλεων Βίβλου, Σιδώνας και Τύρου. Το 1867 ο Άγγλος Γουόρεν έκανε ανασκαφές στην Παλαιστίνη για λογαριασμό της Εταιρείας Παλαιστινιακών Ερευνών. Στο διάστημα του Μεσοπολέμου έγιναν σπουδαίες ανακαλύψεις –με συνέπεια να μεταβληθούν σημαντικά οι ιστορικές, γλωσσολογικές και πολιτιστικές γνώσεις για την αρχαία συρο-παλαιστινιακή περιοχή– στις ανασκαφές της Ουγκαρίτ από μία γαλλική αποστολή και της Αλαλάκ από τον Άγγλο αρχαιολόγο Γούλεϊ. Τα αρχεία με σφηνοειδή γραφή των βασιλικών ανακτόρων της Ουγκαρίτ και της Αλαλάκ περιέχουν πολύτιμο υλικό για τη μελέτη της πολιτικής και οικονομικής ιστορίας της Συρίας και ολόκληρης της Εγγύς Ανατολής των μέσων περίπου της 2ης χιλιετίας π.Χ. Μεγάλο ενδιαφέρον προκάλεσε επίσης η ανακάλυψη (1952-56) στην Ιεριχώ μιας πόλης η οποία ανάγεται στην 7η-6η χιλιετία π.Χ. Νεότερες είναι οι αρχαιολογικές εργασίες στη Μικρά Ασία, όπου Γερμανοί κυρίως επιστήμονες, όπως o Μπόσερτ, o Γκέτσε και o Φρίντριχ, έδωσαν μεγάλη ώθηση στις αρχαιολογικές, φιλολογικές και ιστορικές μελέτες του χεττιτικού πολιτισμού. Η ανακάλυψη και η ανάγνωση των βασιλικών αρχείων του Μπογκάζκιοϊ (της αρχαίας Χαττούσας, πρωτεύουσας του χεττιτικού βασιλείου) από το 1907 και ύστερα αποτελούν αναμφισβήτητα ουσιαστικό βήμα για τη γνώση της αρχαίας Εγγύς Ανατολής. Α. της Μέσης και Άπω Ανατολής. Η εμφάνιση της α. στη Μέση και Άπω Ανατολή συνδέεται με τη δυτική επέκταση προς την Ασία μέσω αποικιών ή πολιτιστικών και εμπορικών επαφών. Γεννήθηκε τον 19o αι., μολονότι έθνη με υψηλό πολιτισμό, όπως η Κίνα, είχαν ήδη αναπτύξει παλαιότερα ειδικές σπουδές και καταρτίσει συλλογές αρχαιοτήτων. Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην Ασία δεν έχουν εκείνον τον ρομαντικό και περιπετειώδη χαρακτήρα που διακρίνει συχνά τις ανάλογες προσπάθειες στην Ελλάδα και την Αμερική· οι τοπικές δυσχέρειες επέβαλαν από την αρχή την οργάνωση επιστημονικών αποστολών, που υπήρξαν ρωσικές, γερμανικές, γαλλικές, αγγλικές και αμερικανικές, ανάλογα με τα συμφέροντά τους στις διάφορες περιοχές. Οι πρώτες έρευνες είχαν κύριο στόχο την ανακάλυψη των μεγάλων ιστορικών πολιτισμών της Ασίας και συγκεντρώθηκαν προπάντων στα εδάφη με τα οποία ο κλασικός κόσμος είχε στενότερες πολιτιστικές σχέσεις. Αργότερα οι αναζητήσεις επεκτάθηκαν σε ευρύτερες ζώνες με αντικειμενικό συνήθως σκοπό την ανίχνευση των προϊστορικών και πρωτοϊστορικών πολιτισμών. To 1846 ιδρύθηκε στη Ρωσία η Αυτοκρατορική Αρχαιολογική Εταιρεία. Οι έρευνές της στην Ασία κάλυψαν την περιοχή από τον Καύκασο μέχρι το Τουρκεστάν και παρουσίασαν τα πρώτα αρχαιολογικά στοιχεία για τους πολιτισμούς των νομαδικών λαών των στεπών. Η Αγγλία ίδρυσε τις αρχαιολογικές υπηρεσίες των Ινδιών και της Κεϋλάνης (1871), στις οποίες οφείλονται η γενική καταγραφή των αρχιτεκτονικών μνημείων, του καλλιτεχνικού υλικού και το έργο της ανασκαφής αρχαίων αστικών κέντρων. Το 1897 η Γαλλία, με βάση μια συμφωνία με το περσικό κράτος, εγκατέστησε στα Σούσα μόνιμη αρχαιολογική αποστολή που οι εργασίες της επικεντρώθηκαν πρώτα στο Χουζιστάν, στο νοτιοδυτικό Ιράν, και αργότερα εξαπλώθηκαν στις περιοχές του οροπεδίου. Τα αποτελέσματα επέτρεψαν να καθοριστούν οι διαδοχικοί πολιτισμοί της αρχαίας Περσίας, καθώς και οι πρώτες αμοιβαίες επιδράσεις των ιρανικών και των σχεδόν σύγχρονων πολιτισμών της Μεσοποταμίας και της Εγγύς Ανατολής. Στις αρχές του 20ού αι., οι ανασκαφικές εργασίες άλλων αρχαιολογικών αποστολών, γαλλικών και αγγλικών στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν, έριξαν φως στις καλλιτεχνικές σχέσεις της Γκαντάρα με τον ελληνικό και τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Στην κεντρική και ανατολική Ασία αποστολές οι οποίες διευθύνονταν από τους Σβεν Χέντιν, Στάιν, Πελιό και άλλους αποκάλυψαν αρχαία θρησκευτικά και αστικά κέντρα στα εδάφη του Τουρκεστάν και κατόρθωσαν να προσδιορίσουν τις σχέσεις ανάμεσα στους ιστορικούς και πρωτοϊστορικούς πολιτισμούς της κεντρικής Ασίας. Ταυτόχρονα έγιναν και στην Κίνα οι πρώτες αρχαιολογικές αναγνωρίσεις, οργανωμένες από τη Σινική Ακαδημίακαι το αμερικανικό Σμιθσόνειο Ινστιτούτο(Smithsonian Institution)·οι ανασκαφές τους απέδωσαν πολλές μαρτυρίες σχετικά με τη διαμόρφωση και ανάπτυξη του κινεζικού πολιτισμού στις διάφορες φάσεις του. Το έργο των πρώτων δυτικών ερευνητών, όπως του Άντερσον, δεν άργησαν να ενισχύσουν Κινέζοι και Ιάπωνες επιστήμονες·μερικοί μάλιστα, απόφοιτοι ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, ανέλαβαν σύντομα την ευθύνη σημαντικών εξερευνήσεων στην ανατολική Ασία. Αργότερα και στην Ιαπωνία πήραν την πρωτοβουλία Ιάπωνες αρχαιολόγοι να επεκτείνουν βαθμιαία το πεδίο των ερευνών τους στις ηπειρωτικές περιοχές της Άπω Ανατολής και ιδιαίτερα στην Κορέα και τη Μαντζουρία. Στη νοτιοανατολική Ασία έγιναν πολλές έρευνες από τη Γαλλική Σχολή της Άπω Ανατολής που διαδέχτηκε το 1901 μία αρχαιολογική αποστολή στην Ινδοκίνα. Τα ευρήματά της στο Ανγκόρ και σε άλλα κέντρα του πολιτισμού των Χμερ αποσαφήνισαν την περιοχή διάδοσης του ινδικού πολιτισμού. Στις επόμενες δεκαετίες οι αρχαιολογικές έρευνες στα εδάφη της Ασίας συνεχίστηκαν εντατικότερα με τη συμμετοχή διαφόρων κρατών. Ελληνική, ετρουσκική και ρωμαϊκή α. Τυχαίες ανακαλύψεις τάφων και θησαυρών είναι γνωστές ακόμα από την αρχαιότητα. Βρέθηκαν ετρουσκικοί τάφοι του 4ου αι. π.Χ. που είχαν παραβιαστεί από τους Ρωμαίους και πολλά αιγυπτιακά νεκροταφεία που είχαν συληθεί σε πολύ παλιές εποχές. Αναγεννησιακοί αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες, όπως o Μπρουνελέσκι και ο Αλμπέρτι, σχεδίασαν και μέτρησαν αρχαία μνημεία. Στον Μιχαήλ Άγγελο είχε προξενήσει βαθιά εντύπωση η ανεύρεση του γλυπτικού συμπλέγματος του Λαοκόοντα (1506). Συστηματικές ανασκαφές γίνονταν ήδη την εποχή εκείνη στη ρωμαϊκή αγορά και στην Έπαυλη του Αδριανού κοντά στο Τίβολι. Ο 17ος αι. είναι περίοδος στασιμότητας ως προς τις καθαυτό αρχαιολογικές ανακαλύψεις, επειδή η ερμηνεία των μύθων και o καθορισμός των τόπωντων αρχαίων πολιτισμών συνδέονταν με τα συμφέροντα των αρχαιοπωλών (βλ. λ.). Τον 18o αι. οι ανακαλύψεις ετρουσκικών τάφων, γλυπτών και επιγραφών οδήγησαν στην ίδρυση της Ετρουσκικής Ακαδημίας της Κορτόνα (1727) που έκανε μερικές ανασκαφές. Toν 19o αι. η εξερεύνηση των ετρουσκικών νεκροπόλεων της Τοσκάνης και του βόρειου Λατίου πλούτισε τα μουσεία όλου του κόσμου με θαυμάσια αγγεία που θεωρήθηκαν αρχικά ετρουσκικά, ώσπου η δημοσίευση του περίφημου έργου του Έντουαρντ Γκέρχαρντ για τα ευρήματα των Βολκών απέδειξε ότι ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος ελληνικά. Το 1836 ανακαλύφθηκε στο Τσερβετέρι ο τάφος Ρεγκολίνι Γκαλάσι, ένας από τους λίγους ασύλητους, με θαυμάσια χρυσά κτερίσματα. Οι ετρουσκικές ανακαλύψεις συνεχίστηκαν με εξερευνήσεις στις πόλεις των Βηίων, των Βολκών και στη νεκρόπολη της Σπίνα. Στις αρχές του 18ου αι. έγιναν και οι πρώτες ανακαλύψεις στο Ηράκλειο (Hercullanum) και την Πομπηία και το 1764 ο Βίνκελμαν δημοσίευσε την Ιστορία της τέχνης της αρχαιότητος (Geschichte der Kunst des Alterthums). Στην Ελλάδα ο Σκοτσέζος λόρδος Έλγιν, επωφελούμενος από την άγνοια των Τούρκων κατακτητών, οικειοποιήθηκε στις αρχές του 19ου αι. ένα μεγάλο μέρος του γλυπτικού διάκοσμου του Παρθενώνα που πουλήθηκε στο Βρετανικό Μουσείο μόνο όταν o γλύπτης Κανόβα και o αρχαιολόγος Βισκόντι πιστοποίησαν, παρά την αντίθετη γνώμη πολλών, ότι ήταν αυθεντικά έργα του Φειδία. Με τις ανασκαφές και την ανεύρεση των γλυπτών του ναού της Αφαίας στην Αίγινα καθιερώθηκαν νέα κριτήρια και οι ανασκαφικές εργασίες δεν είχαν πλέον μοναδικό σκοπό την εξαγωγή αντικειμένων για τον εμπλουτισμό των συλλογών, αλλά τη συστηματική στρωματογραφική έρευνα του εδάφους, γιατί με τον τρόπο αυτό μπορεί να επιτευχθεί η ορθή γνώση των μνημείων και των αρχαίων οικισμών και να αποκατασταθεί με ακρίβεια η ιστορία. Ακολουθούν οι μεγάλες ανασκαφές του 19ου αι. με κέντρο την αρχαία Ελλάδα και τις αποικίες της. Η απελευθέρωση της Ελλάδας και η δημιουργία ανεξάρτητου κράτους αποτελούν σταθμό και στην αρχαιολογική έρευνα. To 1837 ιδρύθηκε η Αρχαιολογική Εταιρεία και τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το πρώτο επιστημονικό αρχαιολογικό περιοδικό, την Αρχαιολογική Εφημερίδα. Το 1846 ιδρύθηκε η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, το 1874 το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο και στη συνέχεια η Αγγλική Σχολή, η Αμερικανική, η Αυστριακή, η Ιταλική και η Σουηδική. Όλα αυτά τα επιστημονικά ιδρύματα εκτελούσαν ανασκαφές και δημοσίευαν αρχαιολογικές πραγματείες στα περιοδικά που συνήθως εξέδιδαν. Σταθμό στην αρχαιολογική έρευνα σημείωσαν οι ανασκαφές του Σλίμαν στις Μυκήνες (1876) και του Έβανς στην Κνωσό (1900), που αποκάλυψαν τη λαμπρή προϊστορία του ελληνικού χώρου. Έλληνες και ξένοι αρχαιολόγοι ερεύνησαν συστηματικά και επίμονα τα λαμπρότερα κέντρα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Πλούσια και διδακτικά στάθηκαν τα αποτελέσματα των μεγάλων ανασκαφών της αθηναϊκής Ακρόπολης, όπου την περίοδο 1884-91 ανακαλύφθηκε η περσική επίχωση και ήρθαν στο φως τα αριστουργήματα της ελληνικής αρχαϊκής γλυπτικής, της Ελευσίνας και της Επιδαύρου (ανασκαφές ελληνικές), της Ολυμπίας και του Κεραμεικού (γερμανικές), της Δήλου, της Θάσου και των Δελφών (γαλλικές), της Φαιστού και της Λήμνου (ιταλικές), της Κνωσού και των Μυκηνών (αγγλικές και ελληνικές), της Σαμοθράκης (αυστριακές και αμερικανικές), της Αγοράς της αρχαίας Αθήνας και της Κορίνθου (αμερικανικές), της Ασίνης (σουηδικές) κ.ά. Αλλά τη μεγαλύτερη προσφορά παρέχουν οι αναρίθμητες ανασκαφές της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, που πολύ συχνά αποβλέπουν στη διάσωση αρχαιοτήτων που κινδυνεύουν να καταστραφούν είτε από την καλλιέργεια είτε από την κατασκευή σύγχρονων έργων. Μια δεύτερη μεγάλη προσφορά της Αρχαιολογικής Εταιρείαςαρχικά και της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αργότερα στάθηκε η δημιουργία των μεγάλων και μικρών ελληνικών μουσείων, όπου συγκεντρώθηκαν και συγκεντρώνονται όλα τα ευρήματα, τόσο των ανασκαφών όσο και τα τυχαία. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο της Ακρόπολης, της Αγοράς, της Βραυρώνας, του Ηρακλείου, των Δελφών, της Δήλου, της Ολυμπίας, της Κορίνθου, της Θεσσαλονίκης και πλήθος άλλα μικρότερα αποτελούν σημαντικά κέντρα για την αρχαιολογική έρευνα και μελέτη. Οι ανασκαφές του Μανόλη Ανδρόνικου (βλ. λ.) στη Βεργίνα (βλ. λ.), με την αποκάλυψη του τάφου του Φιλίππου και των κτερισμάτων του, αποτέλεσαν μία από τις σπουδαιότερες αρχαιολογικές εργασίες των τελευταίων δεκαετιών. Το έργο των Ελλήνων αρχαιολόγων συνεχίζεται σε όλη τη χώρα και, όπως απέδειξαν τα ευρήματα κατά την διάρκεια των εργασιών κατασκευής του Μετρό της Αθήνας, προκαλούν πάντα το ενδιαφέρον. Μεγάλες ανασκαφικές έρευνες έγιναν παράλληλα στον μικρασιατικό ελληνικό χώρο. Αγγλικές, γαλλικές, γερμανικές και αυστριακές αποστολές αποκάλυψαν τα ερείπια της Αλικαρνασσού, της Περγάμου, της Μαγνησίας, της Πριήνης, της Εφέσου, της Μιλήτου, της Σμύρνης κλπ. Η Εταιρεία των Ερασιτεχνών (Society of Diletanti)του Λονδίνου ερεύνησε το Μπάαλμπεκ, με τα επιβλητικά ρωμαϊκά ερείπια στον Λίβανο και την Παλμύρα στη Συρία. Τέλος, Σουηδοί αρχαιολόγοι αρχικά και Έλληνες στη συνέχεια ερεύνησαν τα κέντρα του αρχαίου κυπριακού πολιτισμού. Όσο για τις ανασκαφές των ρωμαϊκών αρχαιοτήτων σημαντικότατη υπήρξε η αποκάλυψη των πόλεων που είχαν ταφεί από την έκρηξη του Βεζούβιου (79 μ.Χ.), όπως το Ηράκλειο (1706) και η Πομπηία (1748). Η εργασία άρχισε από τους Βουρβόνους, με πρόθεση εμπλουτισμού των συλλογών τους, και συστηματοποιήθηκε μετά την ένωση της Ιταλίας. Στις ιταλικές και γαλλικές αποικίες της βόρειας Αφρικής ανασκάφτηκαν τα επιβλητικά ρωμαϊκά ερείπια της περιοχής αυτής (Λέπτις Μάγκνα, Κυρήνη, Καρχηδόνα κ.ά.). Σπουδαίες ανασκαφές είχαν γίνει επίσης στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. στην Αγορά της Ρώμης, αλλά η συστηματική διεύρυνση όλου του χώρου, των αγορών του Τραϊανού και των κλιτών του Καπιτωλίου, άρχισε στη Ρώμη μετά το 1928. Τα πλοία της Νέμι δημιούργησαν μεγάλο τεχνικό πρόβλημα για να ανελκυστούν από τα νερά της ομώνυμης λίμνης (1928-29)· μετά τον εμπρησμό τους από τους Γερμανούς το 1944, χρειάστηκε να ανακατασκευαστούν. Οι τραγικές καταστροφές της Παλεστρίνα στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο έδωσαν τη δυνατότητα να ανασκαφεί συστηματικά το ιερό της Πρωτογενούς Τύχης (Fortuna Primigenia), το σπουδαιότερο της κεντρικής Ιταλίας. Νέες τεχνικές, όπως η αεροφωτογραφία και η υποβρύχια εξερεύνηση, διεύρυναν περισσότερο το πεδίο εργασίας των αρχαιολόγων και υποβοήθησαν σημαντικά τις ανασκαφές, ενώ παράλληλα οι σύγχρονες μελέτες προσανατολίζονται προς μία ιστορική συστηματοποίηση των αρχαιολογικών δεδομένων και του υλικού που υπάρχει. Χριστιανική α. Σύμφωνα με τις παραδοσιακές αντιλήψεις η χριστιανική α. περιορίζεται στη μελέτη των μνημείων και γενικά του χριστιανικού υλικού έως τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα έχουν θεμελιώδη σημασία για την περίοδο αυτή, επειδή με την πυρπόληση των χριστιανικών βιβλιοθηκών από τον Διοκλητιανό το 303, απέμειναν ελάχιστες φιλολογικές πηγές. Κατάλογοι μνημείων περιέχονται σε οδηγούς που είχαν συνταχτεί κατά τον άνω Μεσαίωνα για τη χρήση των προσκυνητών. Στην Αναγέννηση και η χριστιανική α. είχε τους μελετητές της, ιδίως στη Δύση. Ο Ονούφριο Πανβίνιο περιόρισε τα ενδιαφέροντά του στη Ρώμη και τα περίχωρά της, ενώ ο Αντόνιο Μπόζιο, ο πρώτος εξερευνητής των κατακομβών, δημοσίευσε τα πορίσματά του στο έργο Υπόγεια Ρώμη (Roma sotterranea, 1632). Αλλά μόνον ο Νερ Ρόσι μπορεί να θεωρηθεί ο θεμελιωτής, με τη σύγχρονη έννοια, του κλάδου αυτού της α.· στο μεγάλο έργο του υποστηρίχτηκε και από τον πάπα Πίο Θ’. Βαθμιαία το ενδιαφέρον της χριστιανικής α. επεκτάθηκε και σε άλλα χριστιανικά κέντρα, όπως η Αντιόχεια, η Κωνσταντινούπολη κ.ά. Έγιναν πολλές σημαντικές ανακαλύψεις, όπως για παράδειγμα κάτω από τη βασιλική του Αγίου Πέτρου της Ρώμης, κατά την αναζήτηση του υποθετικού τάφου του ίδιου του Αγίου Πέτρου. Βυζαντινή α. Τον όρο αυτό χρησιμοποιούν συχνά οι επιστήμονες στη θέση του όρου ιστορία της Βυζαντινής τέχνης, για να δηλώσουν την έρευνα και μελέτη των μνημείων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (αρχιτεκτονικής, γλυπτικής, ζωγραφικής, μικροτεχνίας). Χρησιμοποιώντας τις μεθόδους της κλασικής α. στις ανασκαφές και της νεότερης ιστορίας της τέχνης στη μελέτη των καλλιτεχνικών έργων, η βυζαντινή α. έχει προσφέρει πολύτιμα στοιχεία στη μελέτη του πολιτισμού του μεσαιωνικού ελληνισμού και ακόμα των χρόνων της τουρκοκρατίας. Μολονότι και στον χώρο αυτό η συμβολή των Ευρωπαίων και Αμερικανών επιστημόνων στάθηκε σημαντική, μπορούμε να πούμε ότι στον καθαυτό αρχαιολογικό τομέα οι Έλληνες βυζαντινολόγοι προσφέρουν το μεγαλύτερο μέρος με τις ανασκαφές, τις αναστηλώσεις των πολυάριθμων βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων και τη μελέτη της βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής και των ψηφιδωτών. Α. της Αμερικής. Οι αρχαίοι αμερικανικοί πολιτισμοί αναπτύχθηκαν σχετικά αργότερα, ορισμένοι μάλιστα από αυτούς διακόπηκαν, ενώ βρίσκονταν στην ακμή τους, από την ισπανική κατάκτηση του 16ου αι. Η μελέτη των πολιτισμών αυτών ανήκει στο πεδίο της α., επειδή τα τεκμήρια είναι πενιχρά. Οι έρευνες άρχισαν τον 19o αι., γιατί οι μαρτυρίες των πρώτων χρονικογράφων είχαν λησμονηθεί από τους μεταγενέστερους και για αιώνες κανείς δεν φανταζόταν ότι στον Νέο Κόσμο είχαν αναπτυχθεί αρχαίοι και σπουδαίοι πολιτισμοί. Στο πρώτο μισό του 19ου αι. δημοσιεύτηκαν οι μελέτες του Αλεξάντερ φον Χούμπολτ (1810) που παρουσίαζαν τα πρώτα αρχαιολογικά αμερικανικά ευρήματα και του Πρέσκοτ (1843) που συνέλεξε τις παλαιότερες μαρτυρίες για την αυτοκρατορία των Αζτέκων. Προς το τέλος του αιώνα οι ανασκαφές και οι μελέτες πολλαπλασιάστηκαν· οι εργασίες των Μπαντελιέ, Όμπιν, Μπρίντον, Χολμς, Πέναφιλ, Πομάρ Σαβίλ έφεραν στο φως επιβλητικά μνημεία και έθεσαν τις βάσεις για τη μελέτη των προαζτεκικών πολιτισμών. Σε αυτούς ιδιαίτερα έστρεψαν την προσοχή τους οι αρχαιολόγοι του 20ού αι. Ανακάλυψαν τα μνημεία των Ολμέκων, των Ζαποτέκων, των Τολτέκων και των Μιξτέκων, και ανέπλασαν την πολιτιστική τους ιστορία. Στη διάρκεια του 20ού αι. έγιναν εξαιρετικά συγκλονιστικές ανασκαφές: το 1925, στην άκρη της Πόλης του Μεξικού, ήρθε στο φως η Πυραμίδα των Φιδιών, ενώ στο κέντρο της πόλης ανιχνεύτηκαν τα θεμέλια του τεοκαλί(είδος σχολείου για τους νεαρούς Αζτέκους), που κατεδαφίστηκε από τον Κορτές· πενήντα χιλιόμετρα έξω από την πρωτεύουσα ανακαλύφθηκε το κέντρο του αρχαίου τολτεκικού πολιτισμού· επίσης, αποκαλύφθηκε η αρχαία πόλη Τσολούλα. Τον 19ο αι. οι αναζητήσεις στον χώρο των Μάγια οφείλονται σε έναν δικηγόρο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Τζον Στέφενς· τη φαντασία του είχαν κεντρίσει οι σημειώσεις στο ημερολόγιο ενός ταξιδιώτη για τα αρχιτεκτονικά λείψανα που είχε παρατηρήσει στα δάση της Κεντρικής Αμερικής. Ο Στέφενς, μαζί με έναν Άγγλο σχεδιαστή, τον Κάδεργουντ, ταξίδεψε το 1839 στις περιοχές εκείνες και ανακάλυψε ερειπωμένους και σκεπασμένους από τη βλάστηση ναούς, κτίρια και ιστορημένες στήλες. Ο Κάδεργουντ με μεγάλη επιμέλεια τα απεικόνισε και οι πίνακές του εικονογράφησαν το βιβλίο του Στέφενς Επεισόδια ενός ταξιδιού στην Κεντρική Αμερική, Τσιάπας και Γιουκατάν, που δημοσιεύτηκε στη Νέα Υόρκη το 1842. Το 1863 ο Σαρλ Μπρασέρ ντε Μπιρμπούρ, μελετώντας την Αναφορά από το Γιουκατάν, γραμμένη το 1566 από τον Ντιέγκο ντε Λάντα, βρήκε το πρώτο κλειδί για την ερμηνεία ολόκληρης σειράς διακοσμητικών σχημάτων και ιερογλυφικών που είχαν απόλυτη σχέση με τις χρονολογίες. Κάθε κατασκευή των Μάγια ήταν ένα απολιθωμένο ημερολόγιο. Τίποτα σε αυτές δεν ήταν τυχαίο και το αισθητικό τους αποτέλεσμα πήγαζε από τις μαθηματικές αναλογίες. Από τότε τρεις γενιές επιστημόνων επιδόθηκαν στην αποκρυπτογράφηση των μυστικών του ημερολογίου των Μάγια, στη μελέτη της χρονολογίας τους, στην αναζήτηση νέων μαρτυριών της ιστορίας τους. Γνωστότεροι είναι οι Φόστερμαν, Σέλερ, Γκούντμαν, Μπόας, Ρίκετσον, Μόρλεϊ, Θόμψον και Χίλεϊ. Από τη ζούγκλα αναδύθηκαν οι πόλεις των Μάγια Τσιτσέν Ιτζά, Παλένκε, Κοπάν, Ουαξακτούν, Μποναμπάκ, όλες πλούσιες σε ναούς. Πρωτοπόρος των αρχαιολογικών ερευνών στην περιοχή των Άνδεων μπορεί να θεωρηθεί ο Γερμανός αρχαιολόγος Μαξ Ούλε, ο πρώτος που έκανε συστηματικές ανασκαφές στο Περού, στο τέλος του 19ου αι. Από τους συνεχιστές του έργου του αξιόλογοι είναι οι Τζούλιο Τέλο, Μπένετ, Λάρκο Χόιλε, Ούμπελντε-Ντέρινγκ και Λινέ. Η περιβαλλοντική ρύπανση ανάγκασε τους αρχαιολόγους να παρέμβουν στην Ακρόπολη. Στη φωτογραφία συνεργείο με την καθοδήγηση αρχαιολόγων μεταφέρουν δοκό από την Ακρόπολη για συντήρηση. Χρυσό προσωπείο του Τουταγχαμών. Η ανακάλυψη (1923) του ασύλητου τάφου του νεαρού φαραώ που έζησε τον 14ο αι. π.Χ. είχε παγκόσμια απήχηση τότε γεννήθηκε και ο γνωστός μύθος της "κατάρας του φαραώ" (Μουσείο Αιγυπτιακής Τέχνης, Κάιρο φωτ. Chaffey). 1. Μία από τις μεθόδους αρχαιολογικής έρευνας είναι και η μέτρηση της ηλεκτρικής αντίστασης των εδαφών, που επιτρέπει τη διαπίστωση της ύπαρξης αρχαιολογικών ευρημάτων κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Οι πεδολογικές διαφορές που εμφανίζονται σε μια αεροφωτογραφία επιτρέπουν αναγνώριση δομής ερειπίων που αλλιώς δεν είναι ορατά (εδώ, η νεκρόπολη της Σπίνα). Αναστήλωση αρχαίου ναού στην Τριπολίτιδα. Πολύ σημαντικά είναι και τα ευρήματα των ενάλιων αρχαιοτήτων. "Χορευτές", τμήμα του τάφου των λεαινών στην Ταρκυνία (6ος αι. π.Χ.). Η αρχαιολογία χρησιμοποιεί σύγχρονα όργανα, όπως το "μάτι του Μίνωα", μία φωτογραφική συσκευή που εισάγεται στο εσωτερικό του τάφου. Η αρχαιολογική περιοχή του Πέστουμ, της αρχαίας Ποσειδωνίας, με τους καλά διατηρημένους ναούς της, δωρικού ρυθμού. Το Θέατρο της Επιδαύρου, του 4ου αι. π.Χ., λαμπρό δείγμα της ελληνικής αρχιτεκτονικής, είχε τέλεια ακουστική και χωρούσε 14.000 θεατές. Ανακαλύφθηκε με τις ανασκαφικές εργασίες που έγιναν από το 1881 έως το 1898 από τον Π. Καββαδία Λεπτομέρεια από ελληνικό ζωγραφικό έργο, που χρονολογείται γύρω στο 480 π.Χ., ένα από εκείνα που ανακάλυψε τον Οκτώβριο του 1968 στην Ποσειδωνία (Paestum) ο Ιταλός αρχαιολόγος Νάπολι, μοναδικά γνωστά δείγματα κλασικής ελληνικής ζωγραφικής της Μεγάλης Ελλάδας. Τμήμα της γλυπτικής διακόσμησης από τα ερείπια βασιλικού ανακτόρου στην Περσέπολη. Οι ανασκαφές της Περσέπολης έγιναν από τον Γερμανό ανατολιστή Χέρτσφελντ και προσέφεραν πολύτιμη συμβολή στη γνώση της Περσικής αυτοκρατορίας της εποχής του Δαρείου Α' και Ξέρξη Α'. Γραφείο γαλλικού αυτοκρατορικού ρυθμού, δείγμα των επιδράσεων των αρχαιολογικών ανακαλύψεων στην αισθητική της τέχνης της εποχής. Η Σφίγγα κοντά στην πυραμίδα του Χεφρήνος. Χαλκογραφία του Ντεκόν, τεκμήριο των μεθόδων μέτρησης που χρησιμοποιούσαν στις αρχές του 19ου αι. Οι αρχαιολόγοι, στις ανασκαφές, σκαλίζουν το έδαφος με ειδικά εργαλεία και με μεγάλη προσοχή, για να μην καταστρέψουν τα αντικείμενα που έρχονται στο φως. Στρωματογραφία των αρχαιολογικών ανασκαφών που έγιναν κοντά στο Ραμς Σάμρα (την αρχαία Ουγκαρίτ) στη Συρία α) στρώμα με υπολείμματα της νεότερης Ουγκαρίτ (1365-1200 π.Χ.) β) και γ) τείχος χτισμένο επάνω στα ερείπια κατοικίας δ) δάπεδο κατοικίας (1450-1365 π.Χ.) προγενέστερης της πυρπόλησης της Ουγκαρίτ ε) επιχωμάτωση ζ) πλάκα κάλυψης του τάφου η) νεκρικός θάλαμος με σκεύη της νεότερης Ουγκαρίτ θ) δάπεδο του πρώτου τάφου ι) οστεοφυλάκιο του πρώτου τάφου κ) τάφος (μέση Ουγκαρίτ, 2100-1900 π.Χ.) λ) στρώμα με θραύσμα ζωγραφισμένου αγγείου.
* * *
η (Α ἀρχαιολογία)
νεοελλ.
επιστήμη που μελετά τα αρχαία μνημεία
αρχ.
η εξέταση ή η αφήγηση αρχαίων μύθων και παραδόσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λογία < λόγος < λέγω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀρχαιολογία — ἀρχαιολογίᾱ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc/acc dual ἀρχαιολογίᾱ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιολογίᾳ — ἀρχαιολογίαι , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc pl ἀρχαιολογίᾱͅ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχαιολογία — η η φιλολογική επιστήμη που ασχολείται κυρίως με τα μνημεία της αρχαίας τέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρχαιολογίας — ἀρχαιολογίᾱς , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem acc pl ἀρχαιολογίᾱς , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιολογίαι — ἀρχαιολογία antiquarian lore fem nom/voc pl ἀρχαιολογίᾱͅ , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιολογίαν — ἀρχαιολογίᾱν , ἀρχαιολογία antiquarian lore fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχαιολογίαις — ἀρχαιολογία antiquarian lore fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Археология — I. Определение А. и значение для истории. Слово άρχαιολογία употреблено впервые Платоном: περί των γενών, ώ Σώκρατες, των τε ήρώων καί των αθρώπων, καί των κατοικησέων, ώς τό αρχαϊον εκτίσθησαν αί πόλεις, καί συλλήβδην πάσης τής άρχαιολογίας… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Археология — Археологические раскопки на территории кремля в Угличе …   Википедия

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”